οδοντοτεχνία

οδοντοτεχνία
οδοντοτεχνία, η και οδοντοτεχνική, η
η τέχνη της κατασκευής τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οδοντοτεχνία — η [οδοντοτέχνης] η τέχνη τής κατασκευής τεχνητών δοντιών ή οδοντοστοιχιών, η τέχνη τού οδοντοτεχνίτη …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτεχνικός — ή, ό [οδοντοτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνική η τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”